- μονόσκηπτρος
- μονό-σκηπτρος, ον,A wielding the sceptre alone, μονοσκήπτροισιν ἐν θρόνοις on throne monarchic, A.Supp.374 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονόσκηπτρος — μονόσκηπτρος, ον (Α) αυτός που κυβερνά μόνος του, μοναρχικά, με μοναρχικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκηπτρος (< σκῆπτρον), πρβλ. φιλό σκηπτρος] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοσκήπτροισι — μονόσκηπτρον masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) μονόσκηπτρος wielding the sceptre alone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοσκήπτρου — μονόσκηπτρον masc/fem/neut gen sg μονόσκηπτρος wielding the sceptre alone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)